Αιρετικός, ασφυκτικά ταλαντούχος, αυθεντικά λαϊκός, βαθιά διανοούμενος, διονυσιακός Ελληνας, ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης αποκαλύπτεται – και το μεγαλείο του αποκωδικοποιείται και μεγεθύνεται μέσα από την έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης. Εικονογράφηση μίας αυτοβιογραφίας. Πρώτο Μέρος (1910-1940)» που αρχίζει από σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με το Ιδρυμα Τσαρούχη.
Από το ρεμπέτικο, στους θρυλικούς μήνες του, στο εργαστήριό του που ανέθρεψε ή ενέπνευσε κουρυφαίους καλλιτέχνες, στη σοφία του που αποτυπώνεται σε φράσεις όπως Στην Ελλάδα όλα γίνονται όπως θέλουν οι μέτριοι.» ο Γιάννης Τσαρούχης εγγράφεται ιδιαίτερα στην καρδιά του Ελληνα. Οχι μόνο ως ζωγράφος αλλά κυρίως ως προσωπικότητα. Ολα αυτά τα στοιχεία θα αναδυθούν μέσα από την διεισδυτική, μοναδικής επιμέλειας έκθεση που θα φιλοξενείται μέχρι τον Ιούλιο στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς σε επιμέλεια της Νϊκης Γρυπάρη.
Η έκθεση επιχειρεί την αποκρυπτογράφηση και την ερμηνεία της καλλιτεχνικής πορείας του δημιουργού με βασικά εργαλεία τα κείμενά του, τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις, τις προφορικές του διηγήσεις και βέβαια τα ίδια τα έργα του. Παρουσιάζει την ιστορία της ζωγραφικής του Γιάννη Τσαρούχη μέσα από χρονολογικές ενότητες, αναπλάθοντας το περιβάλλον που έζησε και τις επιρροές που δέχθηκε από αυτό σε όλη την καλλιτεχνική του πορεία. Το δεύτερο μέρος της έκθεσης, από το 1940 έως το 1989, θα παρουσιαστεί στον ίδιο χώρο από τον Σεπτέμβριο του 2014.
Από την παιδική ηλικία ως την αιωνιότητα
Στο «Πρώτο Μέρος (1910-1940)», που κλείνει λίγο πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο επισκέπτης ξεκινώντας από τα χρόνια της παιδικής ηλικίας του Γιάννη Τσαρούχη στον Πειραιά, την Αθήνα και την Κηφισιά θα περιδιαβεί μέσα από τα έργα του, την εποχή του, τα ακούσματά του, τις γνωριμίες του και τις συναναστροφές του, τους συνεργάτες και τους δασκάλους του. Θα συναντήσει πρόσωπα, όπως ο Φώτης Κόντογλου, ο Κωνσταντίνος Παρθένης ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Νίκος Βέλμος, η Αγγελική Χατζημιχάλη, η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, η Έλλη Παπαδημητρίου, ο Tériade και πολλούς άλλους, σε μία περιήγηση που θα συμπληρώνεται με φωτογραφικό υλικό, κείμενα και συνεντεύξεις του καλλιτέχνη, καθώς και με οπτικοακουστικό υλικό από τα ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Βερνίκου «Σπουδή για ένα πορτρέτο» και του Φώτη Λαμπρινού «Ο Πειραιάς του Γιάννη Τσαρούχη».Το ταξίδι αυτό μέσα στον κόσμο του Γιάννη Τσαρούχη θα παρουσιαστεί στις ακόλουθες 11 ενότητες:
Στο «Πρώτο Μέρος (1910-1940)», που κλείνει λίγο πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο επισκέπτης ξεκινώντας από τα χρόνια της παιδικής ηλικίας του Γιάννη Τσαρούχη στον Πειραιά, την Αθήνα και την Κηφισιά θα περιδιαβεί μέσα από τα έργα του, την εποχή του, τα ακούσματά του, τις γνωριμίες του και τις συναναστροφές του, τους συνεργάτες και τους δασκάλους του. Θα συναντήσει πρόσωπα, όπως ο Φώτης Κόντογλου, ο Κωνσταντίνος Παρθένης ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Νίκος Βέλμος, η Αγγελική Χατζημιχάλη, η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, η Έλλη Παπαδημητρίου, ο Tériade και πολλούς άλλους, σε μία περιήγηση που θα συμπληρώνεται με φωτογραφικό υλικό, κείμενα και συνεντεύξεις του καλλιτέχνη, καθώς και με οπτικοακουστικό υλικό από τα ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Βερνίκου «Σπουδή για ένα πορτρέτο» και του Φώτη Λαμπρινού «Ο Πειραιάς του Γιάννη Τσαρούχη».Το ταξίδι αυτό μέσα στον κόσμο του Γιάννη Τσαρούχη θα παρουσιαστεί στις ακόλουθες 11 ενότητες:
Πειραιάς 1910-1924
13 Ιανουαρίου 1910 γεννιέται στον Πειραιά, όπου περνά τα πρώτα του παιδικά χρόνια.
«Κοιτούσα πάρα πολύ τον ουρανό, όταν ήμουν μικρό παιδί στον Πειραιά. Αυτόν τον ουρανό δεν τον ξαναείδα σε κανένα μέρος της γης, έχω αρκετή ευαισθησία για να βλέπω τις διαφορές. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τον ουρανό υπήρξαν το θεμέλιο της αισθητικής μου και των κριτηρίων μου. Μ’ αυτά τα κριτήρια κρίνω ό,τι υπάρχει στην τέχνη»
«Εκεί στις αναμνήσεις μου τις παιδικές, βασίζεται ό,τι έκανα»
13 Ιανουαρίου 1910 γεννιέται στον Πειραιά, όπου περνά τα πρώτα του παιδικά χρόνια.
«Κοιτούσα πάρα πολύ τον ουρανό, όταν ήμουν μικρό παιδί στον Πειραιά. Αυτόν τον ουρανό δεν τον ξαναείδα σε κανένα μέρος της γης, έχω αρκετή ευαισθησία για να βλέπω τις διαφορές. Οι πρώτες μου εντυπώσεις από τον ουρανό υπήρξαν το θεμέλιο της αισθητικής μου και των κριτηρίων μου. Μ’ αυτά τα κριτήρια κρίνω ό,τι υπάρχει στην τέχνη»
«Εκεί στις αναμνήσεις μου τις παιδικές, βασίζεται ό,τι έκανα»
Αθήνα, 1924-–1927
Η οικογένεια του καλλιτέχνη μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα, στην οδό Ερμού 70.
«Αρχίζω να ζωγραφίζω με ακουαρέλα, πιο εντατικά και πιο σοβαρά από το 1926 που είχαν επιστρέψει οι γονείς μου και είχαμε εγκατασταθεί στην Αθήνα, στην οδό Ερμού, κοντά στο Μοναστηράκι. Εζωγράφιζα, πάντα απ’ το φυσικό, νεκρές φύσεις ή τοπία, κατά προτίμηση με κτίρια, αλλά και προσωπογραφίες.»
Η οικογένεια του καλλιτέχνη μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα, στην οδό Ερμού 70.
«Αρχίζω να ζωγραφίζω με ακουαρέλα, πιο εντατικά και πιο σοβαρά από το 1926 που είχαν επιστρέψει οι γονείς μου και είχαμε εγκατασταθεί στην Αθήνα, στην οδό Ερμού, κοντά στο Μοναστηράκι. Εζωγράφιζα, πάντα απ’ το φυσικό, νεκρές φύσεις ή τοπία, κατά προτίμηση με κτίρια, αλλά και προσωπογραφίες.»
Κηφισιά 1925-1927
Παραθερίζει με την οικογένεια του στην Κηφισιά, δίπλα στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη και της αδελφής του Ιωάννας Τσάτσου.
“Εκείνη την εποχή έκανα την ακουαρέλα που παριστάνει το σπίτι του χειρουργού Φωκά, όπου έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη. Θυμούμαι τα παιδιά, τον Γιώργο και την Ιωάννα. Στο ίδιο περιβόλι ήταν και το σπίτι που μέναμε. Κάποτε είδα σ’αυτό το περιβόλι τον κυβιστή ζωγράφο Μετζενζέ που’χε παντρευτεί την κόρη του Φωκά.»
Παραθερίζει με την οικογένεια του στην Κηφισιά, δίπλα στο σπίτι του Γιώργου Σεφέρη και της αδελφής του Ιωάννας Τσάτσου.
“Εκείνη την εποχή έκανα την ακουαρέλα που παριστάνει το σπίτι του χειρουργού Φωκά, όπου έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη. Θυμούμαι τα παιδιά, τον Γιώργο και την Ιωάννα. Στο ίδιο περιβόλι ήταν και το σπίτι που μέναμε. Κάποτε είδα σ’αυτό το περιβόλι τον κυβιστή ζωγράφο Μετζενζέ που’χε παντρευτεί την κόρη του Φωκά.»
Πολυτεχνείο 1927-1930
Φοιτά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Δημήτρη Μπισκίνη, Γεώργιο Ιακωβίδη, Βικέντιο Μποκατσιάμπη, Θωμά Θωμόπουλο και Επαμεινώνδα Θωμόπουλο και την ίδια περίοδο παρουσιάζει θεατρικά προσχέδια στο Άσυλο Τέχνης του Νίκου Βέλμου στην έκθεση «Ασπούδαχτοι ζωγράφοι».
Γνωρίζει τους Δημήτρη Πικιώνη, Σπύρο Παπαλουκά και Στρατή Δούκα.
Φοιτά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Δημήτρη Μπισκίνη, Γεώργιο Ιακωβίδη, Βικέντιο Μποκατσιάμπη, Θωμά Θωμόπουλο και Επαμεινώνδα Θωμόπουλο και την ίδια περίοδο παρουσιάζει θεατρικά προσχέδια στο Άσυλο Τέχνης του Νίκου Βέλμου στην έκθεση «Ασπούδαχτοι ζωγράφοι».
Γνωρίζει τους Δημήτρη Πικιώνη, Σπύρο Παπαλουκά και Στρατή Δούκα.
Γνωριμία με τον Φώτη Κόντογλου
«Το 1927, ήδη μαθητής του Πολυτεχνείου, που αργότερα ονομάστηκε ΑΣΚΤ (Ανώτατη Σχολή Καλών τεχνών), πήγα να γνωρίσω τον Κόντογλου [...] Εϊχα πάρει μαζί μου να του δείξω μερικές ακουαρέλες και σχέδια. Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου ‘πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: Μου ΄παν ότι ήσουν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισίου» [...] Είχε καταρρακώσει όλη την αστική μου υπερηφάνεια, που δεν ήταν και πολύ στέρεη.»
Αρχίζει να δουλεύει και να σκέφτεται διαφορετικά και τρία χρόνια μετά, το 1930, αποφασίζει να εργαστεί κοντά στον Κόντογλου, ως μαθητής και βοηθός του, για να μάθει ό,τι περισσότερο μπορούσε για τη βυζαντινή τέχνη.
«Ούτε η φιλία, ούτε η συνεργασία έμεινε παντοτινή. Μετά τέσσερα χρόνια πήραμε διαφορετικό δρόμο, μα αυτό είναι μία συμβατική φράση που δε μπορεί να εκφράσει την πλούσια πραγματικότητα.
Δεν είναι παράξενο, όταν κάνεις να φυτρώνουν φτερά στους ανθρώπους, να τους δεις μια μέρα να πετάξουν και να φύγουν από σένα;»
«Το 1927, ήδη μαθητής του Πολυτεχνείου, που αργότερα ονομάστηκε ΑΣΚΤ (Ανώτατη Σχολή Καλών τεχνών), πήγα να γνωρίσω τον Κόντογλου [...] Εϊχα πάρει μαζί μου να του δείξω μερικές ακουαρέλες και σχέδια. Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου ‘πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: Μου ΄παν ότι ήσουν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισίου» [...] Είχε καταρρακώσει όλη την αστική μου υπερηφάνεια, που δεν ήταν και πολύ στέρεη.»
Αρχίζει να δουλεύει και να σκέφτεται διαφορετικά και τρία χρόνια μετά, το 1930, αποφασίζει να εργαστεί κοντά στον Κόντογλου, ως μαθητής και βοηθός του, για να μάθει ό,τι περισσότερο μπορούσε για τη βυζαντινή τέχνη.
«Ούτε η φιλία, ούτε η συνεργασία έμεινε παντοτινή. Μετά τέσσερα χρόνια πήραμε διαφορετικό δρόμο, μα αυτό είναι μία συμβατική φράση που δε μπορεί να εκφράσει την πλούσια πραγματικότητα.
Δεν είναι παράξενο, όταν κάνεις να φυτρώνουν φτερά στους ανθρώπους, να τους δεις μια μέρα να πετάξουν και να φύγουν από σένα;»
Παράλληλες ασχολίες (Δελφικές Εορτές και Ελληνικές Τέχνες)
Στο πλαίσιο των Δεύτερων Δελφικών Εορτών (1930), συμμετέχει στην οργάνωση έκθεσης λαϊκής τέχνης υπό την Αγγελική Χατζημιχάλη και γνωρίζεται καλύτερα με την Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Ένα χρόνο μετά μαθαίνει να υφαίνει στον αργαλειό από την ίδια.
Παράλληλα, συνεργάζεται με την Έλλη Παπαδημητρίου και τη λαογραφική εταιρεία «Ελληνικές Τέχνες». Περιηγείται την Ελλάδα και μελετά τα στοιχεία και τα πρότυπα της λαϊκής τέχνης.
Στο πλαίσιο των Δεύτερων Δελφικών Εορτών (1930), συμμετέχει στην οργάνωση έκθεσης λαϊκής τέχνης υπό την Αγγελική Χατζημιχάλη και γνωρίζεται καλύτερα με την Εύα Πάλμερ-Σικελιανού. Ένα χρόνο μετά μαθαίνει να υφαίνει στον αργαλειό από την ίδια.
Παράλληλα, συνεργάζεται με την Έλλη Παπαδημητρίου και τη λαογραφική εταιρεία «Ελληνικές Τέχνες». Περιηγείται την Ελλάδα και μελετά τα στοιχεία και τα πρότυπα της λαϊκής τέχνης.
Κωνσταντίνος Παρθένης 1932-1934
Στο εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη εγγράφεται μετά από προτροπή του φίλου του Δημήτρη Πικιώνη.
«Όταν μαθητής επισκεπτόμουν το εργαστήρι του, φεύγοντας από κει ώσπου να πάω μέχρι τις στήλες του Ολυμπίου Διός ή την Πύλη του Αδριανού, έβλεπα όλα τα πράγματα με το μάτι του, σαν τα έργα του, γιατί ήταν η γειτονιά του που τον είχε επηρεάσει. Ένα δείγμα γνησιότητας ενός ζωγράφου είναι το να ποτίζεται από το περιβάλλον του και να το μεταδίδει.»
Στο εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη εγγράφεται μετά από προτροπή του φίλου του Δημήτρη Πικιώνη.
«Όταν μαθητής επισκεπτόμουν το εργαστήρι του, φεύγοντας από κει ώσπου να πάω μέχρι τις στήλες του Ολυμπίου Διός ή την Πύλη του Αδριανού, έβλεπα όλα τα πράγματα με το μάτι του, σαν τα έργα του, γιατί ήταν η γειτονιά του που τον είχε επηρεάσει. Ένα δείγμα γνησιότητας ενός ζωγράφου είναι το να ποτίζεται από το περιβάλλον του και να το μεταδίδει.»
«Επανάσταση» 1934
Επανάσταση σε ό,τι έκανε μέχρι τότε. Διαφωνεί με τις απόψεις του Κόντογλου περί ζωγραφικής και σταματά τη μαθητεία μαζί του. Αντιδρώντας, ζωγραφίζει σουρεαλιστικά σχέδια και αφηρημένους πίνακες, ενώ επηρεασμένος από τον Dali, γράφει και σουρεαλιστικά ποιήματα.
Μαζί με τον Κάρολο Κουν και τον Διονύση Δεβάρη ιδρύουν τη Λαϊκή Σκηνή.
Ταξιδεύει στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη με το Λύκειο Ελληνίδων για το Balkan Festival. Στο πλοίο βλέπει για πρώτη φορά ζεϊμπέκηδες και εντυπωσιάζεται.
Επανάσταση σε ό,τι έκανε μέχρι τότε. Διαφωνεί με τις απόψεις του Κόντογλου περί ζωγραφικής και σταματά τη μαθητεία μαζί του. Αντιδρώντας, ζωγραφίζει σουρεαλιστικά σχέδια και αφηρημένους πίνακες, ενώ επηρεασμένος από τον Dali, γράφει και σουρεαλιστικά ποιήματα.
Μαζί με τον Κάρολο Κουν και τον Διονύση Δεβάρη ιδρύουν τη Λαϊκή Σκηνή.
Ταξιδεύει στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη με το Λύκειο Ελληνίδων για το Balkan Festival. Στο πλοίο βλέπει για πρώτη φορά ζεϊμπέκηδες και εντυπωσιάζεται.
Παρίσι 1935
Ταξιδεύει για πρώτη φορά στο Παρίσι, για να γνωρίσει έργα σύγχρονων Ευρωπαίων ζωγράφων. Επισκέπτεται το Λούβρο και βλέπει για πρώτη φορά έργα ζωγράφων του 19ου αιώνα. Γνωρίζεται με τους Laurens, Matisse, Giacometti, ενώ στο σπίτι του Tériade βλέπει για πρώτη φορά έργα του Θεόφιλου.
Έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει και πολλές θεατρικές παραστάσεις.
«Στο Παρίσι ήθελα να πάω για να εξακριβώσω αν πράγματι ήταν μια πόλις τόσο ωραία, όσο μου έλεγαν οι συγγενείς μου, που είχαν το ζηλευτό προνόμιο να έχουν ταξιδέψει και να το έχουν γνωρίσει. Και δεύτερο να διαπιστώσω την αξία και την έκταση της λεγόμενης μοντέρνας τέχνης.»
Επιστρέφει από το Παρίσι στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας και επισκέπτεται τη Νάπολη και Πομπηία, όπου γοητεύεται από τη ζωγραφική της.
«Το Παρίσι υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο για μένα, αλλά είχα και μια εξαιρετική καθηγήτρια, την μοναξιά μου. Είναι μία καθηγήτρια που σου δίνει μεγάλη ελευθερία να βλέπεις και να κρίνεις.»
Ταξιδεύει για πρώτη φορά στο Παρίσι, για να γνωρίσει έργα σύγχρονων Ευρωπαίων ζωγράφων. Επισκέπτεται το Λούβρο και βλέπει για πρώτη φορά έργα ζωγράφων του 19ου αιώνα. Γνωρίζεται με τους Laurens, Matisse, Giacometti, ενώ στο σπίτι του Tériade βλέπει για πρώτη φορά έργα του Θεόφιλου.
Έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει και πολλές θεατρικές παραστάσεις.
«Στο Παρίσι ήθελα να πάω για να εξακριβώσω αν πράγματι ήταν μια πόλις τόσο ωραία, όσο μου έλεγαν οι συγγενείς μου, που είχαν το ζηλευτό προνόμιο να έχουν ταξιδέψει και να το έχουν γνωρίσει. Και δεύτερο να διαπιστώσω την αξία και την έκταση της λεγόμενης μοντέρνας τέχνης.»
Επιστρέφει από το Παρίσι στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας και επισκέπτεται τη Νάπολη και Πομπηία, όπου γοητεύεται από τη ζωγραφική της.
«Το Παρίσι υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο για μένα, αλλά είχα και μια εξαιρετική καθηγήτρια, την μοναξιά μου. Είναι μία καθηγήτρια που σου δίνει μεγάλη ελευθερία να βλέπεις και να κρίνεις.»
Επιστροφή από το Παρίσι 1934-1939
Στο ατελιέ του στην οδό Τενέδου αρχίζει να δουλεύει με τις χρωματικές κλίμακες του Σωτήρη Σπαθάρη και του Δεδούσαρου επηρεασμένος πάντα από τα έργα του Matisse.
Στο ατελιέ του στην οδό Τενέδου αρχίζει να δουλεύει με τις χρωματικές κλίμακες του Σωτήρη Σπαθάρη και του Δεδούσαρου επηρεασμένος πάντα από τα έργα του Matisse.
Ζωγραφική εκ του φυσικού 1939-1940
Το 1939, αρχίζει να ζωγραφίζει εκ του φυσικού, αφού αντιγράφει την «Κεφαλή της Μέδουσας» στο δάπεδο του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών.
«Την Μέδουσα, που ήταν του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνα, την είχα δει στο δάπεδο του Μουσείου των Αθηνών, μου έκανε εντύπωση και την αντέγραψα. Αυτή μου έμαθε ότι η δουλειά με το μοντέλο, όταν γίνεται με ανοιχτά μάτια και με γερή όραση και αντιγράφεις το μοντέλο και τα χρώματά του, ελευθερωμένος από συνταγές, φτάνεις σ’ αυτήν την ελληνιστική μεταφυσική, η οποία νόμιζα ότι στηρίζεται αλλού»
Το 1939, αρχίζει να ζωγραφίζει εκ του φυσικού, αφού αντιγράφει την «Κεφαλή της Μέδουσας» στο δάπεδο του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών.
«Την Μέδουσα, που ήταν του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνα, την είχα δει στο δάπεδο του Μουσείου των Αθηνών, μου έκανε εντύπωση και την αντέγραψα. Αυτή μου έμαθε ότι η δουλειά με το μοντέλο, όταν γίνεται με ανοιχτά μάτια και με γερή όραση και αντιγράφεις το μοντέλο και τα χρώματά του, ελευθερωμένος από συνταγές, φτάνεις σ’ αυτήν την ελληνιστική μεταφυσική, η οποία νόμιζα ότι στηρίζεται αλλού»
iefimerida.gr