Φτου σου κοπελάρα μου
Στεκόταν εκεί ακίνητος και καθρέφτιζε τους ιδιοκτήτες και τους επισκέπτες του σπιτιού, ιδιαίτερα τις γυναίκες.
Αμέτρητες και αμέτρητοι ήταν εκείνες και εκείνοι που είχαν περάσει από μπροστά του από τη μέρα που τον κρέμασαν στο χολ κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της πρώτης του κυράς της Μαργαρίτας, μιας γυναίκας φιλάρεσκης της υψηλής κοινωνίας. Καρφωμένος τόσα χρόνια στην ίδια θέση βαρέθηκε να αντιγράφει πιστά τις μορφές των άλλων και για να διασκεδάσει αποφάσισε να παραμορφώνει τα είδωλα κάνοντας διάφορα πειράματα και πανικοβάλλοντας όσους και όσες είχαν την ατυχία να βρεθούν μόνοι στο χολ. Ξεκίνησε να μεγαλώνει ή να μικραίνει τα μάτια, κάνοντάς τα άλλα τρομακτικά κι άλλα τρελαμένα, να ξεδοντιάζει την κυρά Μαρίκα την κουτσομπόλα απέναντι, να μεγαλώνει τη φαλάκρα του κυρίου, να φέρνει την κυρία στα πρόθυρα νευρικής κρίσης χοντραίνοντάς την και να κονταίνει τα φορέματα της παραδουλεύτρας, μέχρι που έφτασε στη Μαρία την τελευταία απόγονο της συγχωρεμένης πρώτης του κυράς, που καθρεφτιζόταν τουλάχιστον πέντε λεπτά προτού φύγει για το σχολείο. Στη μικρή δεν έπαιξε κάποιο άσχημο παιχνίδι, τα παιδιά είναι ευαίσθητα και δεν επιτρέπεται να τα τρομάζεις και να τα φορτώνεις τραύματα, που θα τα συνοδεύσουν σε όλη τους τη ζωή. Έτσι, ένα πρωί όταν την είδε να βγαίνει φουριόζα με τη βαριά τσάντα, τη μπλε ποδιά και την άσπρη κορδέλα στα μαλλιά τη μεγάλωσε και την έφερε στην ηλικία των 18 ετών όμορφη με μίνι φούστα και τακούνια ίδια με τα τακούνια της μαμάς της. Τα μάτια της μικρής λαμπύρισαν και η καρδιά της φτερούγισε μέσα στο στενό της στήθος, όταν ακούστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι η καμπανιστή φωνή του καθρέφτη: «Φτου σου κοπελάρα μου».