Σελίδες

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

«Ιπποκράτους 538» διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα

«Ιπποκράτους 538» διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα

«Ιπποκράτους 538»
Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, ήσυχος, με λιγοστά δεντράκια να ξεφυτρώνουν αναιμικά ανάμεσα από τις φθαρμένες πλάκες των πεζοδρομίων, και τόσο στενός, που με το ζόρι χωρούσαν να περάσουν δυο αυτοκίνητα μαζί. Τα μπαλκόνια τους ήταν αντικριστά. Στον πρώτο όροφο και στην αριστερή πλευρά του δρόμου το δικό της, στον δεύτερο και δεξιά το δικό του.

Τα απογεύματα, με το κάθισμα του ήλιου ανέβαζε ο Νίκος την μεταλλική τέντα, που αντί να απωθεί εγκλώβιζε την ζέστη στο στενό μπαλκόνι, κι έπειτα κρεμασμένος στα κάγκελα παρακολουθούσε απέναντι τη Βιβή να διαβάζει, τη Βιβή να τσακώνεται με τα αδέλφια της, την Βιβή και τις φίλες της  να πίνουν καφέ και να παίζουν μπιρίμπα μέχρι τα μεσάνυχτα.
Ο έρωτας ήταν αναπόφευκτος και μοιραίος. Κανόνισαν με νοήματα από μπαλκόνι σε μπαλκόνι να συναντηθούν 31 Αυγούστου στις έξη το απόγευμα στο άγαλμα του Βασιλέως Κωνσταντίνου στο Πεδίον του Άρεως.
Ο Νίκος της χάρισε ένα κυλινδρικό τενεκεδένιο ραδιοφωνάκι, διαφημιστικό της PepsiCola, όπου τα καλοκαίρια με το κλείσιμο της σχολής έκανε τον αποθηκάριο.
«Με ένα ραδιοφωνάκι με έριξες», παραπονιόταν η Βιβή, όταν άλλαξαν οι καιροί και ο έρωτας έγινε ευθέως ανάλογος με το ανδρικό πορτοφόλι, για να της απαντήσει, πως αν δεν την είχε πάρει το φτωχαδάκι, όπως τον αποκαλούσε, θα έμενε ανύπαντρη.
Εκείνο το φθινόπωρο τους φάνηκε ατελείωτο και η ανάγκη να βρεθούν οι δυο σε κλειστό χώρο γινόταν επιτακτική.
Η Βιβή δίσταζε να πάει στο σπίτι του, αφού δεν ήταν απίθανο να τη δει κάποιος από τη γειτονιά, να μπαίνει στην ξένη πολυκατοικία. Τρόμαζε ακόμα και στην σκέψη πως θα μπορούσε να φτάσει στα αυτιά του πατέρα της η πληροφορία, πως τα είχε με τον απέναντι.
«Να έρθεις Σάββατο πρωί. Πες πως έχεις μάθημα αναπλήρωσης στις οκτώ, οπότε μπορείς να φύγεις από τις έξη. Εγώ θα είμαι στο μπαλκόνι και θα σου ανοίξω χωρίς να χρειαστεί να χτυπήσεις. Η νύχτα μεγάλωσε και αργεί να ξημερώσει. Δεν θα σε δει κανένας», πρότεινε ο Νίκος και χάιδεψε το χλωμό της πρόσωπο.
Έτσι κι έγινε. Το Σάββατο ξεπόρτισε η Βιβή στις έξη και με χίλιες δυο προφυλάξεις διέσχισε τον έρημο δρόμο, αλλά προτού πατήσει στο απέναντι πεζοδρόμιο είδε  τη μάνα της να της κάνει νόημα από πάνω, πως είχε ξεχάσει τα κλειδιά της και πως θα έμενε έξω το μεσημέρι, αφού όλοι θα έλειπαν. Έπιασε τα κλειδιά που της έριξε η αγουροξυπνημένη γυναίκα και κατηφόρισε προς τη λεωφόρο για να βρει θάλαμο να τηλεφωνήσει στον καλό της.
 Έτσι οι νεαροί ερωτευμένοι αντί για το κρεβάτι του Νίκου κατέληξαν στην Πλατεία Εξαρχείων, να πίνουν καφέ στο Floralκαι να κλαίνε τη μοίρα τους.
 «Να πάμε σε ξενοδοχείο» πρότεινε ο Νίκος και ήπιε τον αφρό του φραπέ του, μετακινώντας νευρικά το καλαμάκι του στον πάτο του ποτηριού του. Η Βιβή κατέβασε τα μούτρα και είπε χολωμένη, πως στα φτηνά ξενοδοχεία του μαλακού υπογαστρίου της Αθήνας σύχναζαν οι πουτάνες και ότι δεν περίμενε πως εκείνος  θα την έβλεπε έτσι. Εκείνος την αγκάλιασε και της παραπονέθηκε, πως τον κατηγορούσε για σκέψεις, που δεν θα μπορούσε να κάνει για την μητέρα των μελλοντικών του παιδιών.
Έτσι, στις αρχές του Νοέμβρη η Βιβή ξεπέρασε τις ντροπές και αφηγήθηκε σε μια συμφοιτήτριά της τη Νίνα την πρώτη τους αποτυχημένη απόπειρα να ξεμοναχιαστούν.
Η Νίνα κρατούσε ένα από τέσσερα δωμάτια διαμερίσματος στην οδό Ιπποκράτους με κοινή χρήση μπάνιου και κουζίνας, που υπενοικίαζε σε φοιτητές η Κερασία μια νταρντανόγρια που θύμιζε περισσότερο τσατσά, παρά σπιτονοικοκυρά. Τα Σαββατοκύριακα η Νίνα ανέβαινε στο Βόλο και χωρίς δεύτερη σκέψη έδωσε τα κλειδιά της στη Βιβή λέγοντας πως μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το δωμάτιό της σχεδόν ολόκληρη την Κυριακή. Η Κερασία εκκλησιάζονταν κάθε Κυριακή στον Άγιο Νικόλαο και γύριζε σπίτι αργά το απόγευμα, αφού μετά τη λειτουργία κατέβαινε  για φαγητό στην κόρη της, που έμενε στην πλατεία Αμερικής.
Έτσι, την Κυριακή στις εννιά μπήκαν σαν τους κλέφτες στον κακοφωτισμένο διάδρομο του διαμερίσματος του τρίτου ορόφου της πολυκατοικίας με το νούμερο 538 της οδού Ιπποκράτους. Πατώντας στις άκρες των δακτύλων τους, ξεκλείδωσαν την πόρτα της Νίνας με το μικρό παραθυράκι στο πάνω τριτημόριο και προστατευμένοι από την θαλπωρή και την ασφάλεια του ιδιωτικού χώρου, μπόρεσαν επιτέλους μετά από τόσον καιρό να αγκαλιαστούν μακριά από βέβηλα βλέμματα,.
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς την χαρά της πρώτης επαφής ενός ζευγαριού, καθώς και την εμπεριεχόμενη σε αυτήν αίσθηση της αιωνιότητας, που δεν επιτρέπει στους εμπλεκόμενους να παρακολουθήσουν τον χρόνο που φεύγει και διαστέλλεται μόνο γι αυτούς. Έτσι πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουν και κατά τις ένδεκα ο Νίκος μασουλώντας ένα από τα μπισκότα, που είχε αφήσει η Νίνα στο τραπέζι με το  βελούδινο κόκκινο τραπεζομάντιλο, άνοιξε την μπαλκονόπορτα με θέα το ντουβάρι της πίσω πολυκατοικίας. Διαπιστώνοντας πως το φως δεν ήταν αρκετό, άναψε το πορτατίφ με την ροζ πορσελάνη Φαγιάνς στο κομοδίνο. Η Βιβή συμπλήρωσε την ευτυχία τους βάζοντας Πάριο. Τι σόι έρωτας θα ήταν αυτός χωρίς μουσική! «Εσύ ‘σαι η ελπίδα στη συννεφιά, στα γκρίζα όνειρά μου η ξαστεριά…» άκουγαν ροκανίζοντας ανέμελα τα μπισκότα ανάμεσα σε φιλιά και χάδια, όταν ένα χτύπημα στην πόρτα διέλυσε την ωραία ατμόσφαιρα! Σαστισμένοι από την αναπάντεχη ενόχληση έκλεισαν το κασετόφωνο και περίμεναν υποθέτοντας, πως κάποιος από τους συγκατοίκους της έψαχνε τη Νίνα, οπότε θα έφευγε μην παίρνοντας απάντηση, πράγμα που δεν έγινε, αφού το χτύπημα επαναλήφθηκε. Έσβησαν και το πορτατίφ. Όποιος κι αν ήταν θα έφευγε. Αλίμονο όμως, η καρακαξοειδής φωνή της γριάς Κερασίας, που γρατσούνισε ανατριχιαστικά την εξωτερική επιφάνεια της πόρτας, κάνοντας το τζαμάκι να τρίζει, τους βύθισε  σε μια πρωτόγνωρη ημίγυμνη αμηχανία.
«Νίνα» παύση και αναμονή « Νίνα βλέπω πως δεν έφυγες. Άνοιξέ μου που σε θέλω». Δεν μίλησαν, παρά ο Νίκος έκλεισε όσο πιο αθόρυβα γινόταν την μπαλκονόπορτα και πλησιάζοντας την πόρτα ένοιωσε την ανάσα της Κερασίας στην άλλη μεριά. Εκείνη τον αισθάνθηκε μέσα και φώναξε: « Νίνα ξέρω πως είσαι μέσα. Άκουσα το ραδιόφωνο και είδα το φως. Ξέρεις καλά πως έχω εντολή από τον πατέρα σου να ελέγχω ποιόν φέρνεις εδώ μέσα. Δεν μου αρέσει να μου κρύβονται στο ίδιο μου το σπίτι. Άνοιξέ μου τώρα πριν είναι αργά» είπε και χτύπησε την πόρτα με τους χοντρούς καρπούς της τραντάζοντάς την. Εκείνοι, σαστισμένοι άρχισαν να μαζεύουν τα πεταμένα εδώ και κει ρούχα τους και να ντύνονται αμίλητοι. «Καλά Νίνα, θα τηλεφωνήσω στην αστυνομία» είπε και απομακρύνθηκε σέρνοντας τα πόδια της. Πώς θα τηλεφωνούσε στην αστυνομία, αφού δεν είχε τηλέφωνο, ούτε καν το σκέφτηκαν από την ταραχή. Τρέμοντας άκουσαν τα βήματα της γριάς να σβήνουν προς την κουζίνα και στη συνέχεια θόρυβο πιατικών που δήλωνε προετοιμασία γεύματος. «Ποιος ξέρει τι συνέβη και δεν έφαγε η κωλόγρια στην κόρη της» αναρωτήθηκε ο Νίκος και αφού μετέφερε μία από τις δύο καρέκλες του δωματίου κοντά στην πόρτα, σκάλωσε για να δεί από το παραθυράκι τι γινόταν στο διάδρομο. Η Βιβή έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και ήταν έτοιμοι με την πρώτη ευκαιρία να ξεμπουκάρουν. Μετά από δεκάλεπτη παρακολούθηση κατέβηκε ο Νίκος από την καρέκλα, και απογοητευμένοι κάθισαν στο κρεβάτι ο ένας δίπλα στον άλλο μην ξέροντας πως να χειριστούν το ζήτημα. Τι θα έκαναν κολλημένοι τόσες ώρες εκεί μέσα χωρίς νερό, τουαλέτα και φαγητό; Η Νίνα θα γύριζε το βράδυ. Τι θα της έλεγαν και πώς θα δικαιολογούσε η ίδια την παρουσία τους στην σπιτονοικοκυρά της;
Η Βιβή πλησίασε το παράθυρο, που έβλεπε στην Ιπποκράτους και μέσα από τις γρίλιες υπολόγισε την απόσταση από τον τρίτο ως την άσφαλτο και την απόσταση του διπλανού μπαλκονιού από το στενό τους περβάζι. Αφού απέκλεισε οποιαδήποτε οδό και ελπίδα διαφυγής, έμεινε να παρακολουθεί στο απέναντι πεζοδρόμιο τις γυναίκες να σπρώχνουν καρότσια, που ξεχείλιζαν από μωρά, σέρνοντας ξωπίσω τους την ανεμελιά της Κυριακής, και ηλικιωμένα ζευγάρια να κατηφορίζουν προς την Ακαδημίας κυνηγώντας την σκιά τους κάτω απ’ τον ήλιο, που παρά το προχωρημένο φθινόπωρο ζεματούσε ακόμη. Έπειτα κάθισε δίπλα στο Νίκο, που καθώς τα λεπτά κυλούσαν αφόρητα αργά, ίδρωνε και ξεΐδρωνε αγχωμένος από τον ακούσιο εγκλεισμό τους.
Άκουγαν την Κερασία να πηγαινοέρχεται σαν το λιοντάρι στο κλουβί από την κουζίνα στο διάδρομο και στο δωμάτιό της, μαλώνοντας με τα πιατικά της και απειλώντας τους με εκφράσεις, όπως θα σας περιποιηθώ εγώ και διάφορα άλλα, που τους έκοβαν τα πόδια και τους έσπαζαν το ηθικό.
Ο κούκος του επιτοίχιου ρολογιού του διαδρόμου χτύπησε μία φορά, όταν ακούστηκε το άνοιγμα της κεντρικής εισόδου. Ο Νίκος ανέβηκε στην καρέκλα με προσοχή και είδε τον Μωχάμεντ τον φοιτητή της ιατρικής, που κρατούσε το απέναντι δωμάτιο, να διασχίζει τον διάδρομο, να στέκεται στο κατώφλι της κουζίνας και να λέει στην Κερασία να βιαστεί να κατεβεί στο ψιλικατζίδικο που την ζητούσαν στο τηλέφωνο. Η Κερασία τον παρακάλεσε να προσέχει το φαγητό και βγήκε βιαστικά τραβώντας πίσω της την πόρτα, που έκλεισε αφήνοντας έναν γκρινιάρικο ξερό ήχο.
Μόλις άκουσαν τον ήχο του ασανσέρ να κατεβαίνει, όρμισαν στο διάδρομο με τα παπούτσια στα χέρια και πέφτοντας πάνω στο Μωχάμεντ, που σάστισε και έμεινε ακίνητος σαν στήλη άλατος, βγήκαν από το διαμέρισμα και κατέβηκαν τις σκάλες τρέχοντας. Στάθηκαν για λίγο στο κλιμακοστάσιο και όταν βεβαιώθηκαν, πως η γριά καρακάξα είχε φτάσει στο ψιλικατζίδικο, βγήκαν στο πεζοδρόμιο της οδού Ιπποκράτους ξυπόλυτοι και τρέχοντας κινήθηκαν προς τα πάνω αδιαφορώντας για τους περαστικούς, που τους κοιτούσαν με περιέργεια. Στο πρώτο στενό έστριψαν δεξιά για να βρεθούν στην Ασκληπιού, όπου κάθισαν στα σκαλάκια για να φορέσουν  τα παπούτσια τους.
Η Κερασία πέθανε δέκα χρόνια αργότερα χωρίς ποτέ να μάθει ποιοι βρίσκονταν εκείνη τη μέρα στο δωμάτιο της Ιπποκράτους 538 και με την βεβαιότητα πως το κλειδί είχε δοθεί στην Γεωργία σε μια άλλη φίλη της Νίνας και όχι στη Βιβή, που όπως έλεγε ήταν καλή κοπέλα και από σπίτι.
 http://www.schooltime.gr/