sirokolevantes

sirokolevantes
Sirokolevantes
Μη κερδοσκοπικό Blog SIROKO LEVANTES. Ειδήσεις από τον κόσμο την Ελλάδα, και την καθημερινότητα της πόλης, με ανιδειοτέλεια, αποφασιστικότητα, με απόλυτη ειλικρίνεια, δημοκρατικά και με όλους σας αρωγούς και συνεργάτες. Οφείλουμε να αγωνιστούμε για καλύτερες ημέρες στην πόλη μας.Παρακολουθείτε καθημερινά το Blog SIROKO LEVANTES.Σας παρέχει πληρέστερη και αντικειμενική ενημέρωση.Μάθετε περισσότερα κάνοντας κλικ στην σελίδα ο ασυμβίβαστος.Σήμερα που σαπίζει ο κόσμος,κι η ατιμία κι ο συμβιβασμός εξευτελίζουν και τις πιο γενναίες ψυχές, μια μονάχα τακτική είναι πρακτική και συμφέρει. Να'σαι ανένδοτος. -Καζαντζάκης-

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Γιώργος Κοτζιούλας - Γεράσιμος Γρηγόρης


Κλείσανε προχτές 58 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο του αγαπημένου μου ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα, στις 29 Αυγούστου 1956, από ανακοπή καρδιάς, στα 47 του χρόνια. Βασανισμένος από γεννησιμιού του από τη φτώχεια, τις στερήσεις και την κακή υγεία, χωρίς καμιά δυνατότητα να χωθεί σε κάποια μισθωτή θέση, εξαιτίας της ισιάδας του και της πολιτικής του τοποθέτησης, ο Κοτζιούλας το στερνό εκείνο καλοκαίρι της ζωής του δούλευε σαν είλωτας σε μιαν αυθαίρετη παράγκα που’χε φτιάξει στην Πεντέλη -τον βόλευε εκεί γιατί το σπίτι του στη Δάφνη ήταν μονοκάμαρο και με το μικρό παιδί και το νοικοκυριό δεν ήταν μπορετό να συγκεντρώνεται.

Μεταφράζοντας πέθανε ο Κοτζιούλας, σελίδες ατέλειωτες, μυθιστορήματα ποτάμια, Αθλίους κι άλλα, για εκδότες κακοπληρωτές με βαριά σακούλα. Κάποτε πρέπει κι εμείς οι μεταφραστές να τον τιμήσουμε αυτόν τον ήρωα της μεταφραστικής εργασίας, που ήταν κι απ’ τους πιο μεγάλους μάστορες του καιρού του.
Για την επέτειο της θανής του, διάλεξα να παρουσιάσω ένα χειρόγραφό του, ένα ποίημα χαρισμένο στον φίλο του, τον επίσης ποιητή Γεράσιμο Γρηγόρη, που του αντιχάρισε κι αυτός ένα δικό του ποίημα -μα που δεν πρόλαβε να το εκδώσει σε βιβλίο παρά μετά τον θάνατο του Κοτζιούλα. Ο Γρηγόρης (1907-1985), γεννημένος στη Λευκάδα, ήταν φοιτητής στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1920, όπου γνώρισε τον Κοτζιούλα και δέθηκε μαζί του με στενή φιλία, μαζί και με τον Σταύρο Τσακίρη και άλλους νεαρούς με έφεση για την ποίηση.
Το βιβλίο στο οποίο περιλαμβάνεται σε φωτογραφία το χειρόγραφο του Κοτζιούλα είναι το “Επιστροφή στην ποίηση”, μια αναδρομική επιλογή της ποίησης του Γρηγόρη, που εκδόθηκε το 1980 από τις εκδόσεις Κονιδάρη. Ο φίλος μας ο Λεώνικος είχε το βιβλίο στη βιβλιοθήκη του, κι όπως είναι καλός φίλος και ξέρει τις πετριές μου με ρώτησε αν το ξέρω. Του απάντησα πως όχι, του ζήτησα να μου σκανάρει τις σχετικές σελίδες, αλλά επειδή δεν σκαμπάζει από τα τέτοια κι είναι άνθρωπος γενναιόδωρος προτίμησε να μου χαρίσει το βιβλίο. Επίσης έγραψε το σημείωμα που θα διαβάσετε παρακάτω. Και για να αβγατίσει το δώρο, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Γρηγόρη βρήκα κι άλλο ένα θέμα που ενδιαφέρει το ιστολόγιο, που το βάζω σε υστερόγραφο, ύστερα από το σημείωμα του Λεώνικου.

Ο Γεράσιμος Γρηγόρης (1907-1985), λευκαδίτης από τους Σφακιώτες, φιλόλογος, δηγηματογράφος, ποιητής, ζωγράφος, αριστερός και κατ’ επάγγελμα δημοσιογράφος, έκανε μια αναδρομική επιλογή όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος, ποιημάτων του, τα οποία είχαν δει το φως σε διάφορα έντυπα ή συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, και τα παρουσίασε σ’ ένα ταπεινό τομίδιο, την Επιστροφή στην Ποίηση που εκδόθηκε από τον πατριώτη του Κονιδάρη, στην Αθήνα το 1980.
Ο Γερ. Γρηγόρης δεν είχε την ποίησή του περί πολλού, προτιμούσε το διήγημα ως τρόπο έκφρασης, και χρειάστηκε η διορατικότητα, αλλά και το σπάνιο ήθος, άλλων λογοτεχνών για να την εκτιμήσει και ο ίδιος. Και αναφερόμαστε στο ‘σπάνιο ήθος’ αν και πιο σωστό θα ήταν να πούμε μεγαλείο, διότι αυτό συνεπαγόταν να παρακάμψουν την έμφυτη ελληνική ανταγωνιστική διάθεση, που έθαψε και θάβει μεγάλους λογοτέχνες, πολλοί από τους οποίους αναφέρονται εν παρόδω από τον Γρηγόρη.
Ένα από τα ποιήματα της ‘Επιστροφής’ είναι και οι Χωριάτες,

Χωριάτες
Στὴ μνήμη
τοῦ Γιώργου Κοτζιούλα
τοῦ ποιητή των φτωχών
καὶ τῶν κατατρεγμένων
Νά ’ταν νὰ ἰδῶ ξανά τό γέρο μου
Νά κάθεται στό φτωχικό του
Μ’ αὐλακωμένο ἀπὸ τὰ βάσανα
Τὸ μελαμψὸ τὸ πρόσωπό του.
Σαν τώρα για τ’ αμπελοχώραφα
Πουρνό πουρνό να ξεκινάει
Κι ως θα γυρίζει απ’ το ηλιόκαμα
Ψωμί και σκόρδο να μασάει.
Στο κοντοζύγωμα του σούρουπου
Να συναυλιάζονται κοντά του
της γης οι μεροκαματιάρηδες
πλάι στην πεζούλα του φραγκιάτου.
Κι ο ένας θα λέει πως εβαλάντωσε
ολοχρονίς να ξεχωνιάζει
και πως η νιότη τού’ φυγε άχαρη
κι όλο γερνάει μες το μαράζι.
Άλλος πως έρεψε ο γιόκας του
κρεβατωμένος με πλευρίτη
κι άλλος στα χρέη που χαντακώθηκε
θα λέει: Μου παίρνουν και το σπίτι.
Κι ενώ στο ηλιόγερμα τα σύννεφα
χρυσές τουλούπες θα μαδάνε
με τα δεμάτια οι μαυρομάντιλες
οι κοπελιές θ’ ανηφοράνε…
Μια τέτοιαν ώρα εκεί θα βρίσκομουν
κοντά στης ρίζας μου το αίμα
την ίδια κλήρα νά ’χω πλάι τους
μακριά από το βούρκο και το ψέμα.
Και να τους λέω, που αυτοί δε φταίξανε
αν μες στη φτώχια αγκομαχάνε
μα κάποιοι αδικητάδες άνομοι
στις πολιτείες που γλεντάνε.

Το ποίημα είναι αφιερωμένο στον Γιώργο Κοτζιούλα. Αλλά περί αυτού, υπάρχει σχόλιο του ίδιου του Γρηγόρη, το οποίο και αντιγράφουμε.
Το 1934 ο Κοτζιούλας μού έστειλε ένα ποίημα που τό ’γραψε για μένα. Η φιλία του και η προσφορά του με κολακεύουν, γιατί «ο γιος του ταχυδρόμου» από την Πλατανούσα ήταν πολύ γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους των νέων με τις συχνές δημοσιεύσεις σε διάφορα έντυπα, με το μελέτημά του για τον Μυριβήλη και τα «Εφήμερα», την ποιητική συλλογή του που είχε τυπώσει. Ενώ εγώ δημοσίευα άτακτα στίχους και σκίτσα μου. πραγματικά είχε δημιουργηθεί μια εγκάρδια φιλία που οφειλόταν στα πολλά κοινά ενδιαφέροντά μας, εκτός από τον κοινό παρονομαστή της χωριάτικης καταγωγής μας. (Πριν από τρία χρόνια είχε περάσει από τη Λευκάδα, κατεβαίνοντας από τα βουνά του για την Αθήνα και είχε φιλοξενηθεί για λίγες μέρες στο σπίτι μου, στο χωριό.) Του εξέφρασα λοιπόν τη συγκίνησή μου για την προσφορά του. Και από το ποίημα «Χωριάτες» που είχα γράψει εκείνον τον καιρό, του απάγγειλα μερικούς στίχους που του άρεσαν. Γι’ αυτό, εκείνη τη στιγμή, αποφάσισα να του αφιερώσω το ποίημα. Αλλά δεν του ανακοίνωσα τη σκέψη μου. Επιφυλάχτηκα για να του κάνω έκπληξη όταν θα το δημοσίευα κάπου ή όταν θα τύπωνα την ποιητική συλλογή μου, που όλο την ετοίμαζα και όλο την ανέβαλλα. Και να που τώρα, σαράντα πέντε χρόνια μετά από τη μακάρια εκείνη εποχή κι όταν ο ποιητής βρίσκεται «εικοσιπέντε χρόνια μες τη γης» εκπληρώνω την κρυφή υπόσχεσή μου, να του χαρίσω, με τόσο μακρόχρονη καθυστέρηση, στη μνήμη του τώρα – αλίμονο – το ποίημά μου. Αλλά με παρηγορεί το γεγονός ότι δεν περίμενε την αφιέρωσή μου η μνήμη του για να συντηρηθεί. Το ίδιο του το έργο τον καταξιώνει το χορεία των αθανάτων, που έψαλαν τους καημούς και τα βάσανα του λαού μας.

Το πιο πάνω σχόλιο ακολουθεί, σε φωτοτυπία του χειρογράφου, το ποίημα του Κοτζιούλα.
kotzgrigor2


ΣΕ ΓΚΑΡΔΙΑΚΟ ΜΟΥ ΦΙΛΟ
Οι μούλες παίζουνε χωρίς εσένα στα καπούλια
Κι εγώ, Γεράσιμε, γυρνώ, στην πρώτη μου επωδό.
Εχάσαμε τα δέντρα μας, ξεχάσαμε την πούλια
μήτε μια πέτρα του Θεού δεν βρίσκεις καν εδώ.
Εμείς οι δυό μας έπρεπε να μείνουμε ξωμάχοι
με καμιά τέχνη απ’ τις παλιές, τις πατρογονικές
Θα κάναμε όλες τις δουλειές, θα τρώγαμε ό,τι λάχει
Με τα καλά σου θά ‘βγαινες κι εσύ τις Κυριακές.
Μα πάλι σάμπως από κει δεν ήρθα; Δεν τα ξέρω;
Από καλό του θ’ άφηνε κανείς την εξοχή;
Σπέρνουν κι ουδέ το σπόρο τους δεν πιάνουνε το θέρο,
θέρμες, οργή, δεν έφτανε που βρέθηκαν φτωχοί.
Η μάνα μου, ο πατέρας σου, κι εκείνοι βέβαια σκάβουν,
είναι καιρός που φύγαμε, θα καρτερούν καιρό.
Δεν ξαίρουν γράμματα πολλά για να μας καταλάβουν.
Κι εμείς -α, πώς να τον ειπώ το λόγο τον πικρό;
Του Γεράσιμου Γρ. ενθύμιο                     Γιώργος Κοτζιούλας
14 – 11 – 34
Υστερόγραφο: Το σημείωμα του Λεώνικου τελειώνει εδώ. Αλλά, όπως κι ο ίδιος είχε μαντέψει, το βιβλίο του Γρηγόρη έκρυβε κι άλλα σημεία με ενδιαφέρον για μένα, μια και για πολλά ποιήματά του ο Γρηγόρης αναφέρει παρόμοιες ιστορίες στο επίμετρο. Έτσι, επιβεβαιώθηκε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αυτός ήταν ο δράστης της “φιλολογικής φάρσας” του 1929, όταν έστειλε στον Ξενόπουλο στίχους δικούς του που μιμούνταν το ύφος της Οδύσειας του Καζαντζάκη (είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται αποσπάσματά της σε περιοδικά), τάχα ότι ήταν σταλμένοι από τον Καζαντζάκη -και ο Ξενόπουλος το πίστεψε και τους έβαλε πρωτοσέλιδους! Ίσως ξαναγράψω το άρθρο, αν βρω αρκετό νέο υλικό.
http://sarantakos.wordpress.com/