Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο υποστήριζε ότι μέσα σε κάθε Ισπανό υπάρχει ένας Κιχώτης και ένας Πάντσα. Ένας παθιασμένος ονειροπόλος -ένας τρελός ιδαλγός, και ένας κουτοπόνηρος χωρικός, που έχει το νου του μόνο στο εύκολο κέρδος.
Όταν ήμουν νέος και ανόητος (τώρα μεγάλωσα, αλλά παρέμεινα ανόητος), βαυκαλιζόμουν πιστεύοντας ότι μέσα σε κάθε Έλληνα -και σε μένα βεβαίως, υπάρχει ένας Ζορμπάς και ένας Καζαντζάκης. Ένας ηδονιστής, ένας άνθρωπος-σώμα, και ένας διανοούμενος, ένας άνθρωπος-μυαλό. Ευσεβείς πόθοι, ενός ανόητου νέου που δεν ήθελε να αντικρίσει την πραγματικότητα: Ότι δεν υπάρχουν «άνθρωποι-ιδέες» κρυμμένοι μέσα στους ανθρώπους με «σάρκα και οστά» (όπως μας αποκαλούσε ο Ουναμούνο). Ο άνθρωπος είναι ένα θεριό. Αν πας να το εγκλωβίσεις θα σε κατασπαράξει. Αλλά του αρέσει να μπαίνει μόνος του σε κλουβιά, κλουβιά που νομίζει ότι τα επέλεξε και καθόλου ως τέτοια δεν τα βλέπει, ακόμα κι αν χρειάζεται lexotanil, ψευδαισθήσεις, γκατζετάκια και ιδεολογίες, για να αντέξει τον εκούσιο εγκλωβισμό του.
Ο άνθρωπος (κάθε άνθρωπος, Ισπανός, Έλληνας και Ουρουγουανός), είναι ένα άθυρμα στα χέρια των αιώνων και των καταστάσεων. Σπανίως υψώνει το κεφάλι έξω από το βούρκο για να κοιτάξει τα αστέρια -και νομίζει ότι οι σκιές στα τοιχώματα της σπηλιάς είναι τα αληθινά αστέρια. Πως θα μπορούσε να αντέξει ο νους το κατάφωτο κενό; Μόνο χτίζοντας τις δικές του προσωπικές φυλακές. Εμείς είμαστε οι δεσμώτες, εμείς και οι φύλακες.
Ας επιστρέψουμε στο Ζορμπά, στο Ζορμπά με σάρκα και οστά, όχι στον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη, αλλά στον Γιώργο Ζορμπά, που περπάτησε κάποτε πάνω στην γη, βρέθηκε πολύ συχνά και από κάτω ψάχνοντας για πέτρες, μέχρι που ήρθε η ώρα του να μπει μια για πάντα από κάτω, για να κοιτάει τις ωραιότατες πράσινες πέτρες. Κάθε μυθιστορηματικό πρόσωπο είναι μια fata morgana. Αν ο άνθρωπος είναι «σκιάς όναρ» (τι έξοχη περιγραφή για τον άνθρωπο! Το όνειρο μιας σκιάς!), τότε πόσο πιο φασματική είναι η ύπαρξη ενός ανθρώπου που υπάρχει μέσα σε ένα βιβλίο; Πίστευα, τότε που ήμουν νέος και ανόητος, αλλά και μετά που μεγάλωσα, ότι ο Ζορμπάς ήταν το δημιούργημα του μέγιστου Έλληνα μυθιστοριογράφου, του Καζαντζάκη. Διαβάζοντας κάποια βιογραφικά του αληθινού Ζορμπά, άρχισα να αμφιβάλλω γι’ αυτό. Αν, δηλαδή, ο Καζαντζάκης είχε κατασκευάσει τον Ζορμπά ή αν απλά ήταν τυχερός που βρέθηκε στο δρόμο του – ο ένας στο δρόμο του άλλου.
Η τύχη είναι μια ανυπολόγιστα μεγάλη δύναμη, πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο νομίζουμε. Έτσι, όλως τυχαίως, μια διαδικτυακή φίλη μού έστειλε κάποιες επιστολές του Ζορμπά, αληθινές επιστολές, του αληθινού Γιώργου Ζορμπά, στον Καζαντζάκη. Διαβάζοντας ‘τες κατάλαβα ότι ο Ζορμπάς ήταν πιο αυθεντικός απ’ ό,τι πίστευα και ότι το έργο του Καζαντζάκη, αυτό το μνημειώδες μυθιστόρημα, δεν ήταν θέμα μόνο φαντασίας και λογοτεχνικού τάλαντου, αλλά –ταυτόχρονα- θέμα τύχης. Αν δεν είχε συναντήσει τον Ζορμπά, δεν θα είχε λυτρωθεί κι αυτός, από τους Βούδες και τους Υπεράνθρωπους που τον ταλάνιζαν. Ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά, τον έσωσε από τους ανθρώπους-ιδέες. Μέχρι να διαβάσω τις επιστολές, τα μικρά «γράματα» [sic] του, αναρωτιόμουν αν ο Καζαντζάκης είχε επηρεάσει τον Ζορμπά, τον αληθινό Ζορμπά, δίνοντας ‘του μια κατ’ επίφαση φιλοσοφική sui generis (να γράψουμε και κάνα λατινικό για να φανεί ότι είμαστε μορφωμένοι). Όμως η έννοια «κατ’ επίφαση» είναι σχεδόν αντίθετη με τον Ζορμπά. Τίποτα πλασματικό δεν υπάρχει σε αυτόν. Είναι εξοργιστικά ειλικρινής ο Ζορμπάς. Σε αντίθεση με τον Καζαντζάκη, που δεν «φοβόταν τίποτα», εκείνος παραδέχεται ότι φοβάται κάτι (τι φοβόταν θα το ανακαλύψετε διαβάζοντας τις επιστολές). Ήλπιζε (πάλι σε αντίθεση με το «δεν ελπίζω» του μεγαλοφυούς γραφιά) και ζούσε ελεύθερος, δεν περίμενε το θάνατο του για να διακηρύξει την ελευθερία του. Είχε επίγνωση της κοινωνικής κατάστασης και της ηθικής των συμπολιτών του, δεν ζούσε σε φιλντισένια λογοτεχνικά κάστρα. Ταυτόχρονα φαντάζει σχεδόν απάνθρωπος, όταν μιλάει για τα «πεδγιά» του και την «κιρ-Γιναίκα» του [ξανά-sic].
Στην αρχή, όταν αποφάσισα να μεταφέρω αυτές τις επιστολές στο «ορυχείο» του Γελωτοποιού, σκέφτηκα να διορθώσω την ορθογραφία, για να γίνουν πιο ευανάγνωστες. Όμως κατάλαβα ότι είναι μέρος της γοητείας του Ζορμπάς αυτή η παντελής αδιαφορία για τη σωστή ορθογραφία. Και είναι αδιαφορία, γιατί στο ίδιο γράμμα γράφει την ίδια λέξη με κάθε δυνατό συνδυασμό φωνηέντων και συμφώνων. Διαβάζοντας ‘τες έτσι όπως γράφτηκαν, καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που γοήτευσε και ενέπνευσε τον Καζαντζάκη: Ένας άνθρωπος αμόρφωτος που είχε καταλάβει πολύ περισσότερα από τους σοφούς και τους εγγράμματους. Αλλά όχι μόνο η κατανόηση, δεν ήταν μόνο η κατανόηση. Ο Ζορμπάς δεν κατανοούσε. Απολάμβανε. Ζούσε.
Ήξερε ότι πάνω από κάθε γνώση και σοφία ίπταται αυτό το μέγιστο δώρο, το πιο απλό, το πιο σημαντικό: Το δικαίωμα να ζήσεις, για μια φορά και τελευταία, πριν γίνεις ένα «ανέσθητον κουρέλι» [και ξανά sic]. Τις επιστολές μου τις έστειλε σε pdf η Άννα Καττή. Προέρχονται από το βιβλίο της Ελένης Καζαντζάκη, «Νίκος Καζαντζάκης, ο ασυμβίβαστος», εκδόσεις Καζαντζάκη, 1998. Ευχαριστώ πολύ την Άννα και της αφιερώνω αυτό το κείμενο, μια πολύ μικρή ανταμοιβή για την προσφορά της. Μπορείτε να διαβάσετε και ένα παλιότερο κείμενο του υποφαινόμενου για τον Ζορμπά και τη λοβοτομή (Zorba’s Lobotomy) ή να φτιάξετε ένα ροκ γκρουπ που να έχει αυτό το όνομα (!)
Αν δεν έχετε διαβάσει ακόμα το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», δεν μπορώ να καταλάβω τι περιμένετε. Πηγαίνετε σε μια δημοτική βιβλιοθήκη, πάρτε ‘το στα χέρια σας και διαβάστε τις πρώτες σελίδες. Σας βάζω στοίχημα ότι δεν θα μπορέσετε να σταματήσετε μέχρι να το τελειώσετε. Λίγα βιβλία είναι απόλυτα αριστουργηματικά (σίγουρα αυτά του Γελωτοποιού δεν ανήκουν στην προαναφερθείσα κατηγορία, μάλλον ούτε σε μια υποδεέστερη). Το συγκεκριμένο ΕΙΝΑΙ!
Αλλά, όσο σπουδαίος και να ήταν ο αγαπητός Νικόλας, χωρίς αυτόν τον αγράμματο μεταλλωρύχο, το βιβλίο-ορόσημο της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν θα είχε υπάρξει.
Ο λόγος τώρα στον Γεώργιο Ζορμπά, τον Έλληνα:
Νης, την 17 Ιουλίου, Σερβία 1922
Έλαβα πάλι το γράμα σου και ηδά να μαι επηνής.
Μα το έχεις αστίο ότη έχομε κάπηαν άλην αξίαν και ζητούμε ορέω πράμα μεγαλήτερο τον άλον όλον;
Εγώ όσους εγνώρισα τους εγνόρισα να σταματούν μόνο είς το χρήμα. Αφού φθάσουν να αποκτήσουν χρήματα αμέσος σταματούν. Αποφεύγουν τους φύλους, ζητούν πρίκα, παντρεβοντε, αρχινούν τα σινιθιζμένα του νικοκεργιού, διευθύνοντε από μιαν γηνέκα καλή ή κακή και τήποτε περισσότερο. Εις αυτό, παρακαλό, δε θα ανακατέψω εσάς –μόνον τον εαυτόν μου.
Διότι εγώ πανδρεφτην όλος αστία. Παίθανε η κιρ-Γιναίκα μου, πολή καλά έκανε. Ακόμη γελώ, διότι μαι σιλεπόνταν η τότε φύλι μου, πολή από αυτούς έκλεγον εμπροζμου, έκτοτε δεν έβαζα προσοχή.
Τόρα έχω πεδγιά. Μόνο εσείς γνορίζετε τι ηδέαν έχω για πεδγιά μου. Δεν σιγγενούμε, δεν λυπούμε ούτε χαίρομε όπος όλος ο κόζμος έχη την ελπίδαν εις τα πεδγιά του.
Τους αγαπό όπος τους φυλουζ μου και εάν δοσο εις ένα πεδί μου 10 δραχμάς το ήδιον όπος χαίρομε όταν εις ενα άλλον δόσο. Την ηδίαν σημασίαν χαράς έχω.
Δεν έχω ελπίδα εις κανένα πεδή μου, διότι δε θέλω να χω. Το θεορό σοβαρόν να εξαρτάτε ένας γέρος από έναν νέον. Διλαδή τον θεορό διστυχήν έκαστον γεροντάκο όταν πρόκετε να κατική μαι την νήφη του ή μαι τον γαμβρό του –όσον καλή ή καλός και εάν είνε.
Θα είνε ξενοι, διότι δεν τους αγάπησε ο γεροντάκος.
Τη μαιν νήφη την αγάπησε ο γιος, το γαμβρό η θηγατερα. Και η άνοθεν αγάπη προήλθε εκ της ηδονής και της φυσικής οθίσεος. Δεν ήλθε φυλική αγάπη, διότι η φυλική αγάπη νομίζο εξαρτάτε εκ πνεύματος.
Ας είνε. Αυτά τα γνορίζετε πολή πολή καλήτερα από εμαί. Τώρα εγώ έχω κάπιον δίκαιον -συμφόνος τους νόμους τους ηδικούςμου.
Δε φοβούμε τον θεό διόλου, μα διόλου. Διότη κάνο, νομήζο, τας εντολάς του.
Δεν φοβούμε το θάνατον. Διότι δεν είνε κακός, δεν είνε τήποτε, όπος και γω δεν είμαι τίποτε.
Δεν φοβούμε τα μεγαλίτερα στιχιά της φίσεος, ότι και κάνουν. Μα η ουρά του δίνα κομήτη να χτιπήση την Γην και να μας κάνη δουματοσαλάτα (ντοματοσαλάτα) εγώ γελώ.
Ξεύρο καλά καλά και εάν χτηπηθή η Γης, εμένα μια φορά πρόκητε να μαι πάρη ο δγιάβολος. Και να ποθάνω, να γήνο βρομερό πτόμα, ένα ανέσθητον κουρέλι θα μαι.
Ένα πράμα το οπίον φοβούμε και το νιόθο πολή-πολή: Με φοβίζουν τα γερατιά. Δε βρίσκο εφεύρεσιν να διόξο αυτόν τον φόβο. Πολή κακό το θεορό να πω ότη είμε γέρος.
Τότε θα υποκύψο εις ότι μησό: Θα χάσο την ελευθερίαν.
Να με διατάση η νήφη μου ή η κόρι μου να προσέχο ένα τέρας, το πεδάκι της, να μη καή, να μην πέση και να μη δγιαβολεύση.
Ετότα εδώ τα βρίσκο στενά, πολλή στενά. Εγώ, όπου πηδό τόσα και τόσα παλούκια. Όπου γηρίζο άφοβα όπου μου γράφης. Και να μαι επηνής, να μαι στα δάση τους Αγίου όρους, να μαι στη Ρωσία και και…
Να καταντήσο φύλακας εις κάμποσα τέρατα ηγγονάκια μου. Να με κατουρούν στην μποδγιά μου και να μη έχω το δικέομα να μιλήσο.
Προτιμό θάνατον ή από λύκους ή αρκούδες, οτιδήποτε θερίον βρεθή εμπρός μου –χαλάλη του.
Εάν δεν επητήχομε το προμελετιμένον μας κελί, να βραζουμε σούπες πατάτες χόρτα και ότι μας κατεβή, αλίμονον εις ημάς.
Πάντοτε με αγάπην σας χαιρετό
και πάντοτε ο ίδιος
Γ. Ζορμπάς
Για τη δουλιά εις άλλο γράμα θα σας γράψω.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μεταλείον χορίον Γριμπεύτσας, την 18 Νοεμβρίου 1922
[...]
Τόρα περή το ζίτιμα της πατριδοζμας, ελλάδος, έναν σκοπό έχουμε. Η ελλάς είναι πάντα ελλάς…
Γνορίζητε πολή πολή μεγάλα πράματα, μα πολά περισότερα από όλον τον κόσμο θαρό. Είνε εντροπή μου να σας πο εγώ περή εληνιζμού.
Σας γράφω απλός τι αντιλίφθην προ ημερόν εις Θεσσαλονίκην με τους συγγενίζμου.
Φανταστίτε ληπόν, ένας έλλην γιατρός, ο αδελφοζμου, να λατρέβη ένα ζόων, να βαστά μια ικόνα ενός φονιά, ενός πεδαμένου ανθρόπου.
Πόσο μάλον ο απλος εγώ ο αγράματος να μην είμε ηδολολατρης.
Αλλά θα είταν ευτυχής ο κόσμος, έαν ήτον όπος εγώ. Όταν ιδώ ένα μεγάλο μεγάλο δένδρο, οξια ή καστανιά, τη θαυμάζο.
Όπος βλέπο τόρα κάτο από τα χόματα με βαθή βαθή πράσινο οξίδομα χόμα λαμπρότατον, το λατρέβο.
Ή μάλον θαυμάζο την διμιουργίαν του θεού και της φίσεος.
Δεν είνε δινατόν να θαυμάσο ή να λατρέψω έναν θνιτόν κατόττερόν μου.
Διότη εγώ νομήζο πας άνθροπος ο μη κινούμενος εις το καλόν, ο μη σκεπτόμενος κάτι να κάνει καλό, κάτι να ανακαλήψη, χορής να αφερέση κόπους του άλου ανθρόπου, δεν είνε άνθροπος.
Το κόμα της ελλάδος είναι το σινφέρον.
Και ο βασιλεύς είνε εργαλείον σημφέροντος. Και πάσα κακό εργαλείον πρέπει να καταστρέφεται. Τα όπλα τα κανόνια τα σουβλερά μαχέργια και και τι χριάζοντε;
Φαντασθίτε, κύριε Καζαντζάκη, ένας γιατρός μακεδόν να μη νιόση το πεγνίδη της ευρόπης, να μη νιόση ότι αυτή η ευρόπη ήβραι λαόν καταδιογμένον και εσχιμάτισε διό αστινομίαις εντός της Ελλάδος.
Οι μεν βασιλικοί να σκοτόνουν τους βενιζελικούς και οι δε τους άλους βασιλικους.
Και ο ήδιος λαός να λέγη ότι ο Βενιζέλος είνε φιλανταντικός ο Γούναρης φυλογερμανός.
Και δεν αντιλίφθη ο λαός ότι πέζουν τον μάγον παπά όλοι τους. Δεν εφρόντισε ο λαός να επητήχη έναν υπουργόν φιλέλην να δη τα σινφέροντα της ελάδος, διλαδή να φιλιόση ο λαός να απαλαχθή από σφαγάς –παρά βουρλίζετε με το κόμα.
Και τση και εγώ δε σκέπτομαι για την ελλάδα…
[...]
Ας είνε τορα όταν μου γράψης θα ιδώ της ήδος (τι είδους) επιστολήν θα ζητής.
Γέλασα εις το γράμασου, μου λες, να σου γράψο μεγάλο γράμα, διλαδή σαν έχω ηδόν (ειδών-ειδών) γράματα, πρότα και δεύτερον μπόη…
[...]
Ουδέν έτερον
χαιρετώ μαι αγάπην
Γεώργης Ζορμπάς
____
Πηγή: http://sanejoker.info/