Είναι μέρες τώρα που τρέχω ασταμάτητα. Τρέχω με τα κορδόνια μου λυμένα και τα παπούτσια μου καυτά να λιώνουν πάνω στην πύρινη άσφαλτο, την ώρα που σκοντάφτω και ανασηκώνομαι και προσπαθώ να βρω όλο και διαφορετικά μέρη για να κυλιστώ κουλουριαστά και να κρυφτώ.
Με τον ιδρώτα να ανεβοκατεβαίνει στο κορμί μου διαρκώς, έτσι όπως μου τρίβει τις φτέρνες μέχρι να τις εξαφανίσει. Με τα πνευμόνια να ανοιγοκλείνουν συνεχώς λες και πρόκειται για τα φτερά μιας πεταλούδας που δεν βρίσκει λουλούδι να ξαποστάσει σχεδόν ποτέ. Με τα βρεγμένα μου μαλλιά να κολλάνε πάνω στο μέτωπο και τα μάτια να βλέπουν εναλλασσόμενες εικόνες, λες και το μυαλό μου έχει γίνει ένα παράθυρο τρένου με τοπία που δεν σταματούν να αλλάζουν σε κάθε δευτερόλεπτο που περνά. Με το στόμα στεγνό και τη γλώσσα να κρέμεται έξω σαν του σκυλιού που ψάχνει σταγόνες για να δροσιστεί. Πολλές φορές κοιτάζω προς τον ουρανό και ανοίγω διάπλατα τα χέρια και παρακαλάω να βρέξει, μήπως και ξεδιψάσω και πλυθώ γιατί δεν βρίσκω χρόνο ούτε για να βρω νερό. Είναι επικίνδυνο να σταματάς το τρέξιμο, χωρίς προηγουμένως να έχεις καλύψει τα νώτα σου, χωρίς να έχεις βεβαιωθεί ότι δεν έχεις εκτεθεί, χωρίς να εξασφαλίσεις ότι δεν υπάρχουν άλλοι που σε παρακολουθούνε και σε ακολουθούνε και τρέχουνε ξοπίσω σου όλη αυτήν την ώρα για να μάθουν τις κρυψώνες σου. Και δεν είναι λίγες οι φορές που μπλοφάρεις, κάνοντας ότι δήθεν πήγες προς τα εκεί αλλά τάχα βρέθηκες εδώ, λίγο παραπέρα από το πιο κάτω. Ζαλίζεσαι, καμιά φορά. Και σωριάζεσαι. Και σηκώνεσαι ξανά. Και συνεχίζεις. Και ξανατρέχεις.
Μαζί μου, στα παρακάτω στενά, σε παράλληλους δρόμους, τρέχουν και λαχανιάζουν κι άλλοι. Σε όλη την πόλη τελευταία υπάρχει η αίσθηση του κυνηγητού. Διαρκώς νιώθεις ότι ο ένας κυνηγάει τον άλλο και ο καθένας προσπαθεί να βρει τρόπους να ξεφύγει και να σώσει το τομάρι του. Μονίμως ακούς σειρήνες να βουίζουν τριγύρω που μπερδεύονται με ανθρώπων ουρλιαχτά, καθώς περνάς μέσα από δεκάδες θολά σύννεφα καπνού, τα οποία λίγο μετά σου τσούζουν τα μάτια και προκαλούν μόνιμα δάκρυα που σου καίνε τα μάγουλα και σου τρυπάνε το δέρμα. Παραπατάς πάνω σε πέτρες και τούβλα και συντρίμμια από κτίρια και μαρμάρινα πεζοδρόμια, την ώρα που αρπάζεις σπασμένα καδρόνια για να αμυνθείς απέναντι στον απροσδιόριστο αλλά πάντα πανταχού παρόντα κίνδυνο. Και προσπαθείς όσο γίνεται να μην επηρεάζεσαι από αυτά που βλέπεις να συμβαίνουν γύρω σου, να μη σε πιάνουν συναισθηματισμοί και σκέψεις που κρύβουν συγκίνηση. Να μην ταράζεσαι ακόμα και όταν δεις κεφάλια από νέα παιδιά να συνθλίβονται κάτω από τις σιδερένιες ρόδες των πολεμικών αρμάτων που έχουν ξεχυθεί και σε εντοπίζουν και σε κυνηγάνε ομαδικά, όπως τα σμήνη των μελισσών που αντιλαμβάνονται ότι η κυψέλη τους απειλείται. Να κάνεις ότι δεν βλέπεις τις σφαίρες καθώς πέφτουν όπως οι σταγόνες της βροχής που τρυπάνε τα κορμιά και εκσφενδονίζονται στον αέρα, δίπλα σου, πριν καταλήξουν στο έδαφος ζεματιστές με αίμα φρέσκο πάνω τους να στάζει. Να προσποιηθείς ότι δεν είδες το μαχαίρι που καρφώθηκε χειρουργικά και έστριψε μέσα στην καρδιά που δεν πρόκειται πια να ξαναχτυπήσει. Να κάνεις λες και δεν έχεις ούτε κι εσύ καρδιά.
Στάθηκα και σήμερα τυχερός και κατάφερα να ξεφύγω σώος και αβλαβής από όλον αυτόν τον πανικό. Με το πολύ τρέξιμο φαίνεται πως έχω αναπτύξει διαφορετικά ένστικτα και κάθε μέρα ανακαλύπτω δυνάμεις που ποτέ δεν ήξερα ότι είχα. Είναι λες και κάτι το ζωώδες ξύπνησε μέσα μου, λες και τα πόδια μου δυναμώσανε με τα τόσα άλματα και μπορώ και ξεπερνάω εμπόδια που μέχρι πριν δεν θα μπορούσα να διανοηθώ ότι ξεπερνιούνται. Να, όπως αυτόν τον θεόρατο σιδερένιο φράχτη που μόλις πέρασα από πάνω του χωρίς να με αντιληφθεί κανείς. Φαίνεται πολύ καλά μελετημένη κατασκευή, μάλλον τον έχουν βάλει εδώ για να προστατεύουν κάποια όρια που δεν επιτρέπεται να περάσεις. Από τη μέσα πλευρά αυτών των ορίων υπάρχει ένα κτίριο μεγάλο, μεγαλοπρεπές, αν και κατεστραμμένο στο μεγαλύτερό του μέρος. Τα παραθυρόφυλλά του ακόμα καίγονται και βγάζουν φλόγες και από τους τοίχους βγαίνουνε καπνοί μαζί με νερό που εξατμίζεται. Πλησιάζοντας πιο κοντά μπορείς να διακρίνεις την εσωτερική πλευρά αυτού του καμένου μεγάρου. Βλέπεις παντού διαδρόμους αχανείς, ατέλειωτους, αλλά και πίνακες, πολλούς πίνακες, επιβλητικούς, που απεικονίζουν μορφές ηγετικές και που τώρα σιγοκαίγονται, καθώς ο καμβάς τους θρυμματίζεται και που μετά από λίγο πέφτουν και σωριάζονται στο δάπεδο σε χίλια κομμάτια. Πιο πέρα, έχουν τυλιχτεί στις φλόγες δεκάδες πολυτελή καθίσματα, έδρανα που έχουν όλα τους το ίδιο μπορντό χρώμα και είναι τοποθετημένα σε σχήμα κυκλικό κι όλα μαζί θυμίζουν τόξο που τεντώνεται λίγο πριν εκτοξεύσει το βέλος του. Μα και το βέλος άρπαξε φωτιά και σχημάτισε φλόγα μεγάλη. Σαν τη φλόγα μιας τελετής που μόλις άρχιζε.
Ξαφνικά, έτσι όπως περιεργαζόμουνα τις λεπτομέρειες της φωτιάς, τα φώτα έσβησαν απότομα, σπέρνοντας βαθύ σκοτάδι γύρω, λες και κάποιος κατέβασε με μιας το γενικό διακόπτη. Κρύφτηκα πίσω από έναν πίνακα που ήταν λίγο μεγαλύτερος από εμένα και έκατσα εκεί να βλέπω τι συμβαίνει μέσα από τα τρυπημένα μάτια εκείνου που απεικόνιζε. Κι είδα φως να έρχεται από φλεγόμενα κοντάρια που ήταν τυλιγμένα με πανιά που στάζανε βενζίνη και που τα κρατάγανε ψηλά ομάδες από ανθρώπους που θα τους έκανες ίδιους στο ύψος και στη σωματοκατασκευή. Είχαν όλοι τους μάσκες μαύρες στα πρόσωπα κι έδειχναν όλοι τους παιδιά γεροδεμένα που φοράγανε γκρίζες παραλλαγές και είχαν τα στήθη και τα μπράτσα τους γεμάτα ζωγραφιές, με σταυρούς αγκυλωτούς και φοίνικες πουλιά που ξεπηδάγανε μέσα από στάχτες. Κι ήρθαν όλοι τους και κάτσανε με βήμα στρατιωτικό στο κέντρο της αίθουσας, ανάμεσα σε αποκαΐδια και σε κατεστραμμένες κόκκινες μοκέτες και μείνανε έτσι ακίνητοι, βουβοί για ώρα. Λίγο μετά, ήρθανε κάμποσοι άλλοι, ίδιοι με αυτούς, και φέρανε ένα τεράστιο ορθογώνιο τραπέζι που το έβαλαν στη μέση ακριβώς και πάνω του αδειάσανε διάφορα αντικείμενα. Μαχαίρια, αλυσίδες, πιστόλια, χατζάρες, μαδέρια, γροθιές σιδερένιες. Λες και προετοιμάζονταν για κάτι, για κάποια δοκιμασία, για κάποιο περίεργο συμπόσιο. Μέχρι που μια πόρτα μεγάλη άνοιξε στα δυο και φάνηκαν δυο ίδιοι τύποι που κρατάγανε από τους αγκώνες μια μορφή γυναικεία και που την πηγαίνανε προς τα εκεί που είχαν μαζευτεί οι υπόλοιποι. Την έσερναν με το κορμί της γυμνό και τα μάτια της δεμένα με ένα πανί λευκό που έγραφε πάνω τ’ όνομά της. Δημοκρατία.
Και όπως τη φέρανε πιο κοντά, μια λάμψη εκτυφλωτική ήρθε να μαλακώσει απαλά την ψυχή μου. Τα αγγελουδένια της μαλλιά κάνανε μικρά επαναλαμβανόμενα άλματα πάνω στη βελουδένια πλάτη της, την ώρα που αύρες ζεστασιάς βγαίνανε μέσα από τους πόρους του κορμιού της. Τα χέρια της, αυτά τα χέρια της, με το που τα αντίκριζες ένιωθες την αγαλλίαση που σου δίνουν εκατομμύρια χάδια από εκατομμύρια στοργικές μανάδες στον κόσμο ολόκληρο μονομιάς. Και τ’ ορκίζομαι στη ζωή μου την ίδια, είδα στις άκρες των λεπτεπίλεπτων δακτύλων της να στάζει μέλι, να βγαίνουνε χυμοί από τα στήθη της, έτσι καθώς οι άγαρμποι αυτοί μαντραχαλαίοι πιέζαν το σωματάκι της, λες και επρόκειτο για φρούτο που το στύβεις λαίμαργα για να βγει το περιεχόμενό του. Και τη βάλανε μπρούμυτα. Και την ξαπλώσαν πάνω στο μεγάλο το τραπέζι. Και πήρανε ένα-ένα τα αντικείμενα που είχαν προηγουμένως με χειρουργική ακρίβεια παρατάξει. Και τη δέσανε πισθάγκωνα με αλυσίδες σιδερένιες. Και χαράξανε με μαχαίρια αργά πάνω στο δέρμα της συνθήματα. Και κατέβασαν τα παντελόνια τους. Και μπήκαν με ορμή μέσα της, ένας-ένας. Και είχανε απανωτούς οργασμούς βιάζοντάς την, ουρλιάζοντας κάθε φορά κραυγές βγαλμένες από διάλεκτο που έχουν κτήνη για να συνεννοούνται. Και τη γυρίσανε ανάσκελα. Και φτύσανε πάνω στο πρόσωπό της. Και τη βιάσανε ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Μέχρι που σταμάτησε χέρια, πόδια να κουνά. Μέχρι που ανάσα από μέσα της δεν έβγαινε ξανά. Και το κεφάλι της έγειρε πλαγιαστά. Και το πανί που έκρυβε τα μάτια της λύθηκε κι έπεσε δίπλα της αργά. Συναντηθήκαμε αντικριστά. Με κοίταξε βαθιά. Στ’ αλήθεια! Τα μάτια της ήταν ακόμη ζωντανά!
Ήταν όλη την ώρα ανοιχτά.
ΠΗΓΉ http://arouraios.gr